ἀπαίσιος, -ον
I nefasto
ἡμέραApp.BC 1.78, Luc.Pseudol.12,
φωνήPlu.2.266d,
ἄχθος ὑαίνηςOpp.H.1.372,
ὄνομαProcl.in Cra.39.23,
(πόροι)Sch.A.Eu.770, de ciertos signos
ὑπὸ τῶν μάντεων κεκριμένα ἀπαίσιαD.C.Epit.8.1.3.
II adv. -ως
1 con mal augurio
αἰσίως καὶ ἀ. ἐπιγενησόμεναGal.1.292.
2 de una manera indigna
ταπεινοῦσθαιCelsus 6.15.