ἀπατμίζω
1 intr. evaporarse
τὸ ὑγρόνArist.Mete.359a31, Somn.Vig.457b31,
τὸ θερμόνArist.PA 653a36.
2 tr. exhalar
οὐκ ἀπατμίζει ἀπ' αὐτοῦ (ἀναρρίνου) λεπτόν τιArist.Pr.925a36.
τὸ ὑγρόνArist.Mete.359a31, Somn.Vig.457b31,
τὸ θερμόνArist.PA 653a36.
οὐκ ἀπατμίζει ἀπ' αὐτοῦ (ἀναρρίνου) λεπτόν τιArist.Pr.925a36.