< ἄπαρνος
ἀπαρόξυντος >
ἀπαρόδευτος
,
-ον
1
inaccesible
,
insalvable
κρημνοί
D.S.17.67,
βάραθρον
Gr.Nyss.M.46.84B.
2
no transeúnte
,
permanente
τὰ ἀ. Θεοῦ δῶρα
Ephr.Syr.3.261E.