< ἀπαραχάρακτος
ἀπαραχώρητος >
ἀπαράχυτος
,
-ον
en el que nada se ha vertido
,
puro
οἶνος
Gal.13.721, 10.832,
ὕδωρ
Hld.5.16.1
•
fig.
puro
,
elemental
πάθεσι καὶ κινήμασιν
Plu.2.968c.