ἀπαράφθαρτος, -ον
1 incorrupto, inviolado
τὰ τῆς οἰκείας φύσεως ἀπαράφθαρτα διασώζονταDion.Ar.DN M.3.592A.
2 adv. -ως incorruptiblemente
νοεραί ... δυνάμεις ... ἀ. διακειμέναιDion.Ar.EH M.3.477D.
τὰ τῆς οἰκείας φύσεως ἀπαράφθαρτα διασώζονταDion.Ar.DN M.3.592A.
νοεραί ... δυνάμεις ... ἀ. διακειμέναιDion.Ar.EH M.3.477D.