ἀπαράτρωτος, -ον
1 no violado, inviolado
τὸν τῆς ἀκτημοσύνης κανόνα ... ἔχειν ... ἀ.Nil.M.79.968C.
2 adv. -ως sin merma
ἐξ ἀρχῆς ἀ. τὸ ἑτεροούσιον πρεσβευόμενοιPhilost.HE 3.5.
τὸν τῆς ἀκτημοσύνης κανόνα ... ἔχειν ... ἀ.Nil.M.79.968C.
ἐξ ἀρχῆς ἀ. τὸ ἑτεροούσιον πρεσβευόμενοιPhilost.HE 3.5.