< ἀπαράομαι
ἀπαραπόδιστος >
ἀπαράπειστος
,
-ον
1
inexorable
περὶ τὰ δίκαια
D.H.8.61.
2
indócil
,
desobediente
Hsch.s.u.
ἄπιστος
.