< ἀπαραμύθητος
ἀπαραναγνώστως >
ἀπαράμῡθος
,
-ον
• Prosodia:
[ᾱ- A.
Pr
.185]
1
inexorable
κέαρ
A.l.c.
2
indócil
ὄμμα πωλικόν
E.
IA
620.