ἀπαράκλητος, -ον


I que no necesita ser llamado, voluntario πολλοὶ ... ἀ. ... ἠκολούθουν Th.2.98, ὁ δῆμος ... ἀ. IM 53.64 (III a.C.), cf. ID 1519.27 (II d.C.), τὰ προσήκοντα ἀπαράκλητοι πράττετε D.C.41.33.1, καὶ παρακαλούμενος καὶ ἀ. Plu.2.403b, εὔνοια IPr.108.43 (II a.C.).

II 1inconsolable πένθος Chrys.M.59.529, cf. Sch.A.Pr.185.

2 triste, desolado τόπος Pall.H.Laus.39.3.

III adv. -ως voluntariamente συνεμβαίνων SEG 7.62.10 (Seleucia de Pieria II a.C.).