ἀπαράθραυστος, -ον
1 ininterrumpido
μεταβολήDam.in Phlb.191.
2 inconmovible
πίστιςAth.Al.M.28.1585A,
κανώνTz.Comm.Ar.1.169.19, cf. Eustr.in EN 297.26.
μεταβολήDam.in Phlb.191.
πίστιςAth.Al.M.28.1585A,
κανώνTz.Comm.Ar.1.169.19, cf. Eustr.in EN 297.26.