< ἀπαραγνώστως
ἀπαράγραφος >
ἀπαράγραπτος
,
-ον
irreprochable
subst.
τὸ ... τῆς θεοειδοῦς ἀρετῆς ἀπαράγραπτον
Dion.Ar.
EH
M.3.473B.