< ἀπαράβλητος
ἀπαράβροχος >
ἀπαράβολος
,
-ον
• Alolema(s):
ἀπάρβολος
ICr
.4.175.8 (II a.C.)
1
que no precisa fianza
κρίσις
IG
9(1).694.114 (Corcira),
δίκα
ICr
.l.c.
2
adv. -ως
sin peligro
o
riesgo
Sch.
Il
.13.141.