< ἀπαρχαΐζω
ἀπαρχή >
ἀπαρχαιόομαι
ser anticuado
λέξις
D.H.
Th
.24,
φράσις
Aristid.
Rh
.1.508
•
ἀπηρχαιωμένα
canciones anticuadas
Antiph.85.