ἀπαρτιλογία, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hdt.7.29
1 cantidad o cifra redonda o redondeada
ὑπ' ἐμέο πεπληρωμένηHdt.l.c., cf. Antipho Soph.B 99, Lys.Fr.285S.,
ἑπτὰ καὶ ἑξήκοντα ἡμέρας ἐμβαλών, ὅσαιπερ ἐς τὴν ἀπαρτιλογίαν παρέφερονcon el fin de igualar los años a afectos del calendario, D.C.43.26.1.
2
ἀ. ἀπηρτισμένη ψῆφοςHsch.