< ἀπαρνητής
ἄπαρνος >
ἀπαρνητικός
,
-ή, -όν
1
negativo
ὑπόσχεσις
Eust.29.44.
2
adv. -ῶς
negando
ἀ. φησιν
Basil.M.31.1568C.