ἀπαριθμέω
I c. ac. de cosas numerables
1 contar, enumerar, hacer el recuento o inventario
ἀπηρίθμησαν αὐτοὺς (κολοσσούς)(var.) Hecat.300 (= Hdt.2.143),
ἀπαριθμήσαντες καὶ γραψάμενοι ἕκασταX.Oec.9.10,
τοὺς ἄθλουςIsoc.5.109,
πλίνθουςIG 11(2).287 A.99 (Delos III a.C.),
ταῦτά μοι ... ἀπαρίθμησαι καθ' ἕνMen.Epit.381,
σοφῶν ὀνόματαIul.Gal.176b, cf. Phld.Mus.p.101K., Sch.Er.Il.1.1f, abs.
μηδὲν ἦθος ἐνσημαινόμενος ἀλλ' ὥσπερ ἀπαριθμῶν(leyendo) sin ninguna expresión, como quien lee una cuenta Isoc.5.26
•tb. en v. med.
πέντε οὐσῶν, ἃς ἀπηριθμήαατοAlex.Aphr.in Top.422.3, cf. in SE 64.11,
τὰ χρματαIG 12.91.20, cf. 22.1122.14.
2 contar con
πλείονα ὄχλονX.Cyr.5.2.35
•tb. en v. med.
προγόνους δυνάσταςIul.Or.3.83b.
3 pagar
διπλάσιαX.Cyr.3.1.42, cf. D.H.4.10, PBeatty Panop.2.301 (III d.C.), en v. pas. Plu.2.682a, PBeatty Panop.2219 (III d.C.).
II c. ac.
1 contar, relatar
ποιηταὶ τοὺς τυχόντας μύθουςArist.Po.1453a18, cf. Isoc.3.12.
2 interpretar, tocar
αὐτήν (κροῦσιν)D.H.Comp.134.14.