ἀπαρενόχλητος, -ον


no molestado, tranquilo, sosegado συμβίωσις Phld.Ir.p.78, τόπος Men.Comp.1.5, (χρόνος) Plu.2.118b, ψυχή Gr.Nyss.M.44.1344C
de pers. no molestado, tranquilo ἀπαρενόχλητοι ὄντες PTeb.41.24 (II a.C.), ἀπαρενόχλ[ητό]ν με γενέσθαι que no sea molestado, PMerton 9.15 (I d.C.), cf. PHarris 64.19 (III/IV d.C.), παρασχεῖν POxy.2859.18 (IV d.C.), IGR 4.292.7 (Pérgamo)
c. gen. ἀ. ἐπιμιξίας φαυλότητος Cyr.Al.M.77.1177C.