ἀπαρασάλευτος, -ον


1 inconmovible, firme ἑστήκαμεν γὰρ ἐπὶ τῆς πέτρας ἀπαρασάλευτοι Chrys.M.62.598.

2 adv. -ως inconmoviblemente Epiph.Const.Haer.69.40 (p.188.23).