< ἀπαράγωγος
ἀπαράδεικτος >
ἀπαραδειγμάτιστος
,
-ον
poco claro
ἀ. ποιοῦσι τὰ προκειμένα τοῦ διανοητικοῦ τῆς ψυχῆς νοσήματα
Ptol.
Tetr
.3.15.4.