ἀπανάστασις, -εως, ἡ
1 acción de partir de nuevo, marcha Philostr.Ep.11, I.BI 1.292
•c. gen. subjet.
ἀ. τοῦ στρατοῦD.H.9.6.
2 emigración
διὰ τὰς ἀθρόας ἀπαναστάσειςStr.4.1.13, cf. Hsch.
ἀ. τοῦ στρατοῦD.H.9.6.
διὰ τὰς ἀθρόας ἀπαναστάσειςStr.4.1.13, cf. Hsch.