< †ἀπανθρακισμός
ἀπανθρωπέομαι >
ἀπανθρακόω
1
abrasar
,
reducir a pavesas
σε
Luc.
DMort
.20.4.
2
en v. med.
abrasarse
Luc.
DMar
.11.1,
Fug
.2,
Peregr
.1.