ἀπαναλίσκω
• Morfología: [aor. act. opt. ἀπαναλώσειεν Plot.3.2.2, med. part. ἀπαναλούμενος Ti.Locr.101d; perf. act. part. ἀπανηλωκυίας Th.7.11, med. part. ἀπανηλωμένου I.AI 12.378]
I
ἀπανηλωκυίας τῆς φυλακῆς τῶν τειχῶν μέρος τι τοῦ ὁπλιτικοῦTh.l.c.
2 gastar
ἀργύριονAlciphr.3.11.4, en v. med.
τιIG 12.91.26 (V a.C.)
•en v. pas.
τά τε ὄντα καὶ ἀπαναλισκόμεναlo que se tiene y lo que se gasta Th.7.14,
μύρια (τάλαντα) ... ἐς Ποτείδαιαν ἀπανηλώθηTh.2.13,
ἀπανηλωμένου καρποῦI.l.c.
•fig. en v. med.
καθ' ἑκάστην ἡμέραν ἀπαναλίσκεται ὁ βίοςdía a día se va gastando la vida M.Ant.3.1.
II destruir
τὸ κράτιστον τῆς βουλῆς καὶ τῆς ἱππάδοςD.C.11.4,
ἀπαναλώσειεν ἄλλο ἄλλοPlot.3.2.2
•en v. pas. ser aniquilado, perecer
τῶν ... Μυκαλησσίων μέρος τι ἀπανηλώθηTh.7.30.