< ἀπαμφιάσκω
ἀπαμφιέννυμι >
ἀπαμφιασμός
,
-οῦ, ὁ
revelación
ὁ παρὰ τοὺς πότους ... ἀ. τοῦ τρόπου
Corn.
ND
30.