ἀπαμπίσχω
1 quitarse, desvestirse
τὴν ἐσθῆταPh.2.43, tb. en v. med., Ph.1.653
•fig.
ἀπαμπισχομένην τὸ ἀδικεῖν ψυχήνPh.1.569.
2 darse a conocer
μόνοις ὑμῖνPh.2.74.
τὴν ἐσθῆταPh.2.43, tb. en v. med., Ph.1.653
ἀπαμπισχομένην τὸ ἀδικεῖν ψυχήνPh.1.569.
μόνοις ὑμῖνPh.2.74.