ἀπαμβλύνω
• Morfología: [fut. -υνῶ A.Th.715]


I tr.

1 fig. embotar, debilitar, quitar el filo τεθηγμένον τοί μ' οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ A.l.c., a una frase, Plot.3.6.12, τὰ λευκὰ τῶν τριχῶν ἀπαμβλύνει τὸν νοῦν Herod.1.67.

2 malograr, hacer abortar δένδρων καρποὺς ἀπαμβλύνειν ... καὶ γυναικῶν γονάς I.BI 4.460.

3 enturbiar φάος ὄσσων Opp.H.4.525.

II intr., en v. med.-pas.

1 mellarse, embotarse en v. pas. τὰ ξίφη D.C.40.24.1.

2 debilitarse, embotarse ὥρη la juventud hex. en Ps.Hdt.Vit.Hom.420 (= Ath.592a), γηράσκοντι (αἱ φρένες) ἀπαμβλύνονται Hdt.3.134, cf. Nic.Al.543, ἀπαμβλυνθήσεται γνώμη A.Pr.866, τὰς περί πόσιν καὶ βρῶσιν ἐπιθυμίας ἀπημβλυσμένας Plu.2.786a, ἡμῖν ἀπαμβλύνεται ... δικαιοσύνη vemos borrosamente la justicia Pl.R.442d.