< ἀπαλοίαω
ἁπαλοκροκώδες >
ἀπαλοιφή
,
-ῆς, ἡ
• Alolema(s):
ἀπαλειφή
Zos.Alch.p.222
1
raspadura
de un escrito
ἀ]παλοιφὰς ἔχοντα
Wien.Anz
. 1962.5, cf.
Gloss
.2.232.
2
frotamiento
Zos.Alch.l.c.