< ἀπαληθεύω
ἁπαλία >
ἀπαλθαίνομαι
• Morfología:
[fut. ind. ἀπαλθήσεσθον
Il
.8.405, 419]
curar
ἕλκε'
Il
.ll.cc.,
τύμματ'
Q.S.4.404, cf. Hsch.s.u.
ἀπαλθήσεσθαι
.