ἀπαλείφω
• Morfología: [perf. ἀπαλήλιφα D.52.29]
I
ταῦτα ... ἃ νῦν οὐ φήσει μεμαρτυρηκέναιD.45.44,
ἀ. ... ἀπὸ ὀφλήματος καθ' ὅτι ἂν ἐκτίνῃborrar de la deuda lo que vaya pagando D.58.50,
τὰ καταβαλλόμενα χρήματαArist.Fr.440, letras, A.D.Synt.28.21,
τὰ ψηφισθένταD.C.59.3.6,
νόμουςD.C.47.15.3,
τί τῶν δεδογμένων περὶ τῆς εἰρήνηςAeschin.2.160
•en v. pas.
εἴ πο]υ ἀπαλήλειπται ἢ ἐπιγέγραπταί τιPOxy.34.1.14 (II d.C.)
•en v. med.
τὰ μέντοι μετὰ τοῦτο ... ἀπαλειψάμενοςThemist.Ep.8
•abs. borrar un registro
ἀπὸ τῶν παρακαταθηκῶνD.52.27.
2 fig. borrar
μυρίας ἐπιστολὰς ἓν δάχρυον ἀπαλείφει μητρόςPlu.Alex.39.
II frotar, ungir
μύρῳ ἀπάλειψόν σου τὴν χεῖρανPMag.8.109 (IV d.C.).