ἀπακρῑβόομαι
1 en part. perf. ἀπηκριβωμένος, -η, -ον acabado, refinado
λόγοςPl.Ti.29c, Isoc.4.11,
ὀνόματαPl.Phlb.59d,
σχήματαHero Def.135.8,
κάλλος ἀπηκριβωμένον τῇ φύσειAristaenet.1.11.10,
ἐκ τοίης ὥνθρωποι ἀπηκριβωμένοι ὀστῶν ἁρμονίηςAP 7.472 (Leon.)
•subst.
τὰ μάλιστα ἀπηκριβωμέναlas criaturas más perfectas Arist.PA 666a28
•ajustarse perfectamente
πρὸς κανόναPlu.2.802e,
πρὸς ἀρετήνPlu.2.962b
•versado
ἐπὶ τοῖς μαθήμασι τούτοιςIsoc.12.28.
2 c. compl. dir. terminar, realizar perfectamente una escultura, Alex.Aet.8
•tb. en v. act., una pintura, Gr.Naz.M.37.372D.
3 en v. act. estudiar minuciosame
τὰς ... ἰουδαικὰς δευτερώσειςEus.DE 6.18.