< ἀπαιδοτρίβητος
ἀπαίθομαι >
ἀπαιθερόομαι
hacerse etéreo
del alma
τὸ πρῶτον αὐτῆς καὶ ἴδιον ὄχημα ... λεπτύνεται καὶ ἀπαιθεροῦται
Synes.
Insomn
.M.66.1292B.