ἀπαείρω


1 intr. en v. med. marcharse c. gen. μ' ἀπαειρόμενον πόλιος Il.21.563
tb. en v. act. ἐκτόπιοί τε δόμων ἀπαείρετε E.Fr.773.68.

2 tr. quitar ὀθόνην ἀπὸ γυίων E.Phaethon 111D.