ἀπαδικέω
1 retener sin motivo
οὐκ ἀπαδικήσεις μισθὸν πένητοςLXX De.24.14.
2 cometer injusticia
βουλόμενος ἀ.PEnteux.23.3 (III a.C.)
•en v. pas. ser víctima de injusticia, PLond.354.7.
οὐκ ἀπαδικήσεις μισθὸν πένητοςLXX De.24.14.
βουλόμενος ἀ.PEnteux.23.3 (III a.C.)