ἀπαγόρευμα, -ματος, τό
prohibición
τὸ δ' ἁμάρτημα νόμου ἀπαγόρευμαChrysipp.Stoic.3.140,
ἠσθημένος σου τῶν προσταγμάτων καὶ ἀπαγορευμάτωνArr.Epict.3.24.98.
τὸ δ' ἁμάρτημα νόμου ἀπαγόρευμαChrysipp.Stoic.3.140,
ἠσθημένος σου τῶν προσταγμάτων καὶ ἀπαγορευμάτωνArr.Epict.3.24.98.