< ἀπαγώγιμος
ἀπαδεῖν >
ἀπαγωγός
,
-όν
que aparta
c. gen.
αἱ ... ἐπῳδαὶ ... ἀπαγωγοὶ λύπης γίνονται
Gorg.B 11.10, cf. Iambl.
Myst
.2.5.