ἀπαγχονάω
• Alolema(s): tb. -έω Steph.in Hp.2.334
ahorcar en v. pas.
οἱ Κυιντίλιοι ἀπηγχονήθησανD.C.72.7.2, cf. Steph.l.c.
•estrangular, matar
τοὺς δὲ ... λιμὸς ἀπηγχόνησενConst.Diac.Laud.M.88.524A.
οἱ Κυιντίλιοι ἀπηγχονήθησανD.C.72.7.2, cf. Steph.l.c.
τοὺς δὲ ... λιμὸς ἀπηγχόνησενConst.Diac.Laud.M.88.524A.