ἀπαγορεύω
• Morfología: [usado como pres. supletivo de ἀπεῖπον, q.u.]


I ref. a alguien distinto del suj. prohibir c. μή más inf. μὴ κινέειν τὸν ἀνδριάντα cambiar la estatua de sitio Hdt.1.183, μή μιν δέκεσθαι Hdt.3.51, μὴ ποεῖν ἐκκλησίαν Ar.Ach.169, τοὺς ὑπευθύνους μὴ στεφανοῦν Aeschin.3.11, μὴ διαιτᾶν D.40.44, μηδένα βάλλειν X.Cyr.1.4.14
c. dat. y μή más inf. Σκύθῃσι μὴ ἐπιβαίνειν Hdt.4.125, τοῖς ἀσθενοῦσιν μὴ χρῆσθαι ἐλαίῳ Pl.Prt.334c, τοῖς ὠνουμένοις μὴ ὠνεῖσθαι Is.2.28, c. inf. sin neg. ὁ δὲ νόμος ἀπαγορεύων (συμπρίασθαι) Lys.22.7, ἄλλο λέγειν Chrysipp.Stoic.2.49, στρατιώταις πυρὰ κάειν D.S.20.18
c. subord. c. μή: ἔμοιγε ἀπηγόρευες ὅπως μὴ τοῦτο ἀποκρινοίμην Pl.R.339a, ὁ νόμος ἀπαγορεύει μὴ κινῶσιν Arist.Pol.1298a38, id. sin μή: τοῦ νόμου ἀπαγορεύοντος ἐάν τις ἀρχὴν ... λοιδορῇ Lys.9.6
c. dat. de pers. ἐάντε τις ἀπαγορεύῃ τῷ δράσαντι ταῦτα ἀνθρώπων καὶ ἐὰν μή Pl.Lg.871a
c. ac. de cosa y dat. de pers. αὐτῷ τὴν στρατείαν ἀπαγορεύων Plu.Arat.35
c. ac. int. πολλὰ ἀπαγορεύων οὐδὲν ἤνυε Hdt.9.66, cf. 3.124, ταῦτ' ἀπαγορεύειν Lys.10.6, 11.3
c. ac. int. y dat. πολλὰ τοῖς φαύλοις Chrysipp.Stoic.3.140
part. pas. subst. τὰ ἀπηγορευμένα las cosas prohibidas Arist.Pol.1336b9, S.E.P.1.152, τὰ ἀ. ἡμῖν κατὰ τὸν νόμον LXX 4Ma.1.34, παρὰ τὰ ἀπηγορευμένα contra las prohibiciones, PFay.106.8 (II d.C.).

II ref. al suj.

1 renunciar a, rehusar, rechazar c. dat. de cosa ἑώρα Λακεδαιμονίους τῷ κατὰ θάλατταν πολέμῳ ἀπαγορεύοντας Pl.Mx.245b
c. ac. de cosa δημόσια γράμματα Sol.Lg.76a, τῆν ἐμὴν ἀγκιστρείαν Aristaenet.1.17.25
c. suj. de cosa perder στρώματα ... τὴν ... βαφὴν ἀπαγορεύοντα Eun.VS 487.

2 c. part. cansarse de, dejar de οὔτε λέγων οὔτ' ἀκούων ... ἀ. X.Cyn.1.16, θεώμενος X.Eq.11.9, οὐκ ἀ. θεραπεύοντες Isoc.10.56.

3 abs. disminuir, retroceder A.Th.840, αὐτῶν ἡ τιμή Pl.R.568c
echarse atrás, desfallecer de pers. ἀπαγορεύειν καὶ μὴ βοηθεῖν Pl.R.368c, cf. Arist.IA 712a32, X.An.5.8.3, c. dat. instrum. γήρᾳ ἀπαγορεύειν renunciar (a montar a caballo) a causa de la edad X.Eq.Mag.1.2
c. prep. negarse πρὸς στρατείαν Plu.Cor.13
decaer πρὸς κρύος Luc.Anach.24
c. dat. ταῖς κινήσεσιν ἀπηγορευκώς débil de movimientos Arist.Phgn.808a11
part. subst. τὰ ἀπαγορεύοντα cosas inútiles X.Cyr.6.2.33.

4 estar privado de c. gen. τῆς ἐμῆς μετοχῆς PMasp.97ue.D.78, ταύτης SB 5939.2.