< ἀπαγινέω
ἀπαγκαλίζω >
ἀπαγκάζομαι
alzar
,
levantar
en tm.
εὖτ' ἂν ὁ παῖς ἀπὸ μὲν γυαλὸν λίθον ἀγκάσσασθαι ἄρκιος ᾖ
Call.
Fr
.236.