ἀοσσητήρ, -ῆρος, ὁ
el que ayuda, ayudante, auxiliador
ἈπόλλωνIl.15.254, Call.Ap.104,
ἝκτωρIl.22.333,
ἄλλοιOd.4.165,
ἀθάνατοιCall.Fr.18.4,
ἀοσσητῆρες ὈλύμπουNonn.D.25.92, cf. A.R.1.471
•adj.
κάλωας ἀοσσητῆρι σιδήρῳ ... ἀπέκοψεNonn.D.39.310.