< ἀοιδοκᾶρυξ
ἀοιδομάχος >
ἀοιδολαβράκτης
,
-ου, ὁ
cantante insoportable
πρέπει τοι πᾶσιν ἀοιδολαβράκταις Αἰολὶς ἁρμονία
Pratin.6.