< ἀξυγκρότητος
Ἄξυλις >
ἀξῠλία
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
ép. jón.
-ίη
Hes.
Fr
.314
carencia de madera
o
leña
ἀξυλίῃ κατεπύθετο κήλεα νηῶν
Hes.l.c., cf. Call.
Fr
.176.4, Str.15.2.10.