< ἀξουγγιασμός
Ἄξουμις >
ἀξούγγιον
,
-ου, τό
• Alolema(s):
ἀξουγκίον
Sch.A.
Pr
.496
sebo
,
grasa de puerco
Gal.13.57, Aët.12.1 (p.30),
Hippiatr
.223, 41,
DP
4.11, cf. ὀξύγγιον.