< ἀξιάω
ἀξιέντρεπτος >
ἀξιελέητος
,
-ον
digno de compasión
ἀ. γε μὴν οἱ μὴ νοοῦντες ἃ δοκοῦσιν ἀσκεῖν
Diog.
Ep
.27.