ἀνῑδρωτί


adv.

1 sin sudor ὁκόσα ἐν κρισίμοισιν ἀλυσμῷ ἀ. περιψύχεται, κακόν Hp.Prorrh.1.61, cf. Coac.39, 251, X.Cyr.2.1.29, X.Oec.21.3, Hsch.

2 fig. sin esfuerzo ἐπεὶ οὔ κεν ἀ. γε τελέσθη Il.15.228
sin sudor, sin esfuerzo e.d. perezosamente οὐδὲν ἀ. ποτε αὐτὸν εἶδον ποιοῦντα X.Cyr.2.2.30.