ἀνῐμάω
1 elevar, subir
ἀλλήλους τοῖς δόρασιX.An.4.2.8,
τὸ σῶμαX.Eq.7.2, agua
ἀπὸ τροχηλιᾶςThphr.HP 4.3.5,
κάδονSor.71.26
•en v. pas.
ἀνιμήθη διὰ καλῳδίωνApp.Mith.32, cf. Antig.Mir.157, D.L.1.116
•fig.
τὴν διάνοιανIambl.Protr.21 (p.105.)
•en v. pas. de las almas
ἵνα ... ἀνιμηθῶσιν ὑπὸ τοῦ λόγουOrigenes Cels.6.44 (p.115.6)
•tb. en v. med., de un elefante
ἀνιμᾶται τῇ προβολῇ φόρτον μέγανAret.SD 2.13.6, de Dafnis
ὁ μὲν δὴ τὸν ἀνιμησόμενον ... δακρύων ἀνέμενενesperaba llorando ... que alguien viniera a sacarlo de allí (de un foso), Longus 1.12,
κηπωροῦ κύων εἰς φρέαρ ἔπεσεν· ὁ δὲ ἀνιμήσασθαι αὐτὸν βουλόμενος ἐκεῖ κατέβηAesop.122.1, cf. Plu.2.773d, Luc.Alex.14, VH 2.42, Pisc.50, Ach.Tat.Intr.Arat.4.
2 en v. med. producir evaporación el sol
ἀνιμᾶσθαι γάρ φασιν οἱ φυσικοί τὸν ἥλιον τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρChrysipp.Stoic.1.35, cf. 2.197, Gp.1.13.1, el aire
τὰ γὰρ πνεύματα ... συστρεφόμενα ἐν τῇ θαλάσσῃ ἀνιμᾶται τὸ ὕδωρSch.Arat.785M.
3
ἀνιμᾶται· πιπίζει (quizá por πιπίσκει)Hsch.