ἀνᾱλίσκω
• Alolema(s): lesb. ὀνα- IG 12(2).7.4 (Mitilene IV a.C.)
• Morfología: [pres. part. ἀναλίσκοισα Pi.P.9.25; impf. sin aum. ἀνάλισκον App.BC 3.58; fut. ind. ἀναλώσω Men.Epit.255; aor. sigm. ἀνήλωσα Hyp.Epit.26; ἀνάλωσα POxy.1295.8-9 (II/III a.C.), ἀναλώθη BGU 362 p.VI.11 (III a.C.); formas con -η- analógicas: ἀνηλίσκωμεν PSI 439.21 (III a.C.), ἀνηλίσκεται PSI 500.5 (III a.C.), ἀνηλώσῃ PStras.92.17 (III a.C.), cf. Moer.25]
A tr.
I c. compl. de pers. matar, destruir
ὡς ἀναλώσαιμί νινS.OT 1174, cf. Fr.892, E.El.681, IT 337, Th.8.65
•en v. pas.
τοὺς ἀναλωθένταςA.A.572, cf. E.Hipp.506,
μὴ ὑπ' ἀλλήλων ἀναλωθῆτεEp.Gal.5.15
•consumir
σώματα καὶ πόνους ἀνηλωκέναι πολέμῳTh.2.64, cf. II 1.
II c. compl. de cosas
1 gastar
τρεῖς μνᾶςAr.Pl.381,
στάτηρας ἐξήκονταIG l.c.
τὰ ἴδιαArist.Pol.1305b40,
τὴν χορηγίανPlb.9.9.11, cf. Lys.19.18, Pl.R.561a, 568d, D.22.19
•gastar en algo c. giro preposicional
ἀνήλωσαν χρήματα ... ἐς τὸν πόλεμονTh.7.83, cf. Lys.26.3, Pl.Phd.78a, Is.6.60, 7.39,
ἂν τὰ παρόντ' ἀναλώσῃ πρὸς ἃ μὴ δεῖD.3.19,
εἰς τὰ τοιαῦταM.Ant.1.4
•c. otras determinaciones
τι ἀ. διὰ τὰς ἐπιθυμίαςPl.Phd.83b,
ὑπὲρ φιλοτιμίαςD.18.66
•c. dat.
Ἰσοκράτει ἀργύριον ἀ.gastar dinero en Isócrates D.35.40
•abs. gastar dinero
ἐν περιπολίοις ... ἀναλίσκονταςTh.7.48,
πλούσιος ὢν ἀνήλισκενPl.R.552b,
παρ' αὑτοῦ ἀνάλωσεν εἰς τὰ ἱερεῖαIG 12(7).22.16 (Amorgos III a.C.), cf. PSI ll.cc.
•en v. pas.
χρήματα τὰ ἀναλωθένταTh.1.117,
τοῦ ἀνηλωμ[έ]νου χαλκοῦPTeb.212 (II a.C.),
τἀνάλωμ' ἀναλωθένE.Supp.776,
τὰ ἀναλισκόμεναel dinero gastado PHal.1.96 (III a.C.),
τὰ ἀνηλωμέναIs.5.28, cf. D.18.113.
2 de alimentos consumir, comer
σιτίαHp.VM 10,
δαῖτ' ... πικράνE.Cyc.308,
δένδρων τοὺς φλοιούςPlb.7.1.3, cf. Plu.2.730a,
τὸ ὑγρὸν ἐκπονοῦντες ἀνήλισκονX.Cyr.1.2.16, del báculo de Moisés convertido en serpiente
τὰς τῶν Αἰγυπτίων βακτηρίας ... ἀνήλωσενI.AI 2.287
•abs. celebrar un banquete
καὶ θύοντας καὶ ἀναλίσκοντας ἥκει τόκον ἀπαιτήσωνy cuando unos celebran un sacrificio y un banquete, (el inoportuno) viene a pedir unos intereses Thphr.Char.12.11
•en v. pas. ser devorado de animales, Pl.Prt.321b
•consumir, tener
παῦρον ... ὕπνονPi.P.9.25.
3 fig. c. cont. peyor. gastar, malgastar
λόγονS.Ai.1049,
σοφὰ μάτηνAr.Th.1131,
χρόνον καὶ πόνονPl.R.369e, cf. Plu.2.783c, Aem.30,
μηδ' ἀναλώσοντες αὐτὴν (τὴν τῶν προγόνων δόξαν)Pl.Mx.247b,
ἐπαίνους ἐς τὴν πολιτείαν αὐτοῦApp.BC 3.58
•arruinar
ἡμεῖς δ' ἀναλώσαντες αἰσχύναις δόμονE.HF 1423
•marchitar
κάλλοςIsoc.1.6.
4 cien. absorber en v. pas.
ὅταν (τὸ ὑγρόν) ἀναλωθῇArist.Mete.382b26,
εἰς τὴν πιμελὴν ἀνηλωμένης τῆς περιττώσεωςconvirtiéndose la secreción en grasa Arist.GA 727b1
•del alma asumir el cuerpo, Gr.Naz.M.35.784A.
5 fig. en v. pas.
ἀνήλωνταιquedan ya tratados Pl.Plt.289c.
B intr. en v. med. consumirse, perecer
τὸ σῶμα ἀναλίσκεταιHp.Aph.1.14,
τὸ γήινον ... ἀνήλωτο γένοςla raza nacida de la tierra ... se consumió, pereció Pl.Plt.272d.
• Etimología: Cf. ἁλίσκομαι.