ἀνώδυνος, -ον
I
οἰδήματαHp.Prog.7, cf. D.Chr.32.57,
τὸ ἓν ἀνώδυνόν τε καὶ ἀνάλγητονArist.Xen.974a19
•de pers. S.Ph.883,
ἀνωδυνώτερος γίγνεσθαιpadecer menos dolor Hp.Prorrh.21, cf. Luc.Trag.323,
ὅ τι ἂν θέλῃς ἐξέσται σοι ἀνωδύνῳ ὄντι ποιεῖνTeles p.11.10
•subst. τὸ ἀνώδυνον carencia de dolor Crantor 8.
2 que no produce dolor
τὸ μὴ φρονεῖν γὰρ κάρτ' ἀνώδυνον κακόνS.Ai.554b (ap. crít.),
αἶσχος ἀ. como def. de τὸ γελοῖονArist.Po.1449a35.
II medic. que libera del dolor, lenitivo
τὸ θερμόνHp.Aph.5.22,
φάρμακονPlu.2.614c,
medicamentumMarcell.Emp.25.5, Cael.Aur.TP 2.4.79,
πολλούς τε σώσας φαρμάκοις ἀνωδύνοις ἀνώδυνον (cf. I 1) τὸ σῶμα νῦν ἔχει θανώνIUrb.Rom.1283 (II d.C.),
μελέεσσιν ἀνώδυνον ἄνθος ἑλίξαςNonn.D.35.64.
III adv. -ως
1 sin dolor
τίκτεσθαιHp.Coac.527, cf. Plu.Cic.2,
ἰᾶσθαιD.Chr.41.9
•sup.
ἀνωδυνώταταHp.Acut.4.
2 sin producir dolor
ἰασάμενον τὴν πατρίδαPlu.Cleom.10.