ἀνύστακτος, -ον
1 vigilante
ὀφθαλμόςGr.Nyss.M.46.829D,
ὁ δὲ μόνος ἀ. ... τὸν κοιμώμενον ... ἐπανέπαυσεRom.Mel.52.ιδʹ.5.
2 adv. -ως de manera vigilante Gr.Nyss.Eun.1.29.15, Procl.CP Arm.11.
ὀφθαλμόςGr.Nyss.M.46.829D,
ὁ δὲ μόνος ἀ. ... τὸν κοιμώμενον ... ἐπανέπαυσεRom.Mel.52.ιδʹ.5.