ἀνύποιστος, -ον
I
καῦμαTimae.50,
βαρύτηςI.AI 19.175,
τιμωρίαιEus.Mynd.54,
ἀδικήματαPLond.1677.20 (VI d.C.)
•subst. τὸ ἀ. lo insoportable
τοῦ ἔργουM.Ant.8.36.
2 irresistible
φάλαγξAscl.Tact.5.1
•fig.
μέγεθος (τοῦ Χριστοῦ)Gr.Nyss.Ar.et Sab.73.12.
3 de pers. impaciente
ὁ μὲν οὖν τοῦ Κρόνου ἀστὴρ ... ποιεῖ ... ἀνυποίστουςPtol.Tetr.3.14.14.
II adv. -ως insoportablemente Poll.3.130.