ἀνόρνῡμι
• Morfología: [siempre en tm.]
• Morfología: [fut. -όρσω Pi.N.9.8]
1 en v. act. levantar
ἀνὰ μὲν ... φόρμιγγ', ἀνὰ δ' αὐλὸν ... ὄρσομενPi.N.9.8,
ἀνά θ' ὑμέας ὄρσαιA.R.4.1352.
2 en v. med. levantarse
ἂν δ' ἄρα Τυδεΐδης ὦρτοIl.23.812,
ἂν δ' ἄρα ... ὦρτο ... ὈδυσσεύςOd.8.3,
ἀνὰ δ' ... ὤρνυτο ἸήσωνA.R.1.349.