< Ἀνοργεύς
ἀνοργία >
ἀνόργητος
,
-ον
que no se enfurece
Moer.12,
ἀνόργητος ἐπὶ τοῖς αὐτῶν κατορθώμασιν εἴη ὁ θεός
Sch.Pi.
P
.10.33.